σελήνιο(ν)

σελήνιο(ν)
хим. селен

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σελήνιο(ν)" в других словарях:

  • σελήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Se ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96, έξι σταθερά ισότοπα, με αριθμούς μάζας74, 77, 82, 76, 78, 80, και οχτώ ραδιενεργά με χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • σελήνιο — το αμέταλλο χημικό στοιχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεληνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο σελήνιο 2. φρ. α) «σεληνικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, λευκό υγροσκοπικό στερεό, το μόριο τού οποίου αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου, ένα άτομο σεληνίου και τέσσερα άτομα… …   Dictionary of Greek

  • σεληνιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. χημ. αυτός που περιέχει σελήνιο (α. «σεληνιούχες ενώσεις» β. «σεληνιούχο κάδμιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνιο + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • τελλούριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Te· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων ή πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 52, ατομικό βάρος 127,61, 8 σταθερά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 120 έως 130 και 14 τεχνητά ραδιενεργά. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρικός — Αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο. θ. κλίμακα σειρά. Μία σειρά μετάλλων καταγεγραμμένων με τέτοια σειρά σε έναν πίνακα ώστε, αν κατασκευάσουμε με δύο από αυτά ένα θερμοστοιχείο, η φορά του ρεύματος που διαρρέει τη… …   Dictionary of Greek

  • ιοσεΐτης — ὁ (ορυκτ.) τελλουριούχο ορυκτό τού βισμούθιου που περιέχει θείο και σελήνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. joseite < τοπωνύμιο τής Βραζιλίας Sao Jose do Paraiso + κατάλ. ite] …   Dictionary of Greek

  • παλλάδιο — Χημικό στοιχείο της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 46, ατομικό βάρος 106,4, και 6 σταθερά ισότοπα. Το απομόνωσε ο Άγγλος χημικός και φυσικός Ουίλιαμ Χάιντ Γούλαστον (1766 1828), στις αρχές του 20ού… …   Dictionary of Greek

  • σεληνιώδης — ες, Ν 1. χημ. αυτός που προκύπτει από το σελήνιο 2. φρ. «σεληνιώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, άχρωμο υγροσκοπικό κρυσταλλικό στερεό, τού οποίου το μόριο περιέχει δύο άτομα υδρογόνου, ένα άτομο σεληνίου και τρία άτομα οξυγόνου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»